παντόπτης

παντόπτης
και, δωρ. τ., παντόπτας ό, Α
αυτός που βλέπει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)-* + -όπτης (< θ. ὀπ- τού ὄπωπα*), πρβλ. παν-όπτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παντόπτης — masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντόπτου — παντόπτης masc gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντόπτ' — παντόπτα , παντόπτης masc voc sg (doric) παντόπτα , παντόπτης masc nom sg (epic doric) παντόπται , παντόπτης masc nom/voc pl (doric) παντόπτᾱͅ , παντόπτης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντόπτας — παντόπτᾱς , παντόπτης masc acc pl (doric) παντόπτᾱς , παντόπτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντόπτᾳ — παντόπται , παντόπτης masc nom/voc pl (doric) παντόπτᾱͅ , παντόπτης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • вьсевидьць — ВЬСЕВИДЬЦ|Ь (2*), А с. Тот, который все видит: б҃ъ всевидець. и вседержитель створивыи всѩ словомь. СбЧуд XIV, 288а; незабытливъ бо е(с) и всевидець. безначаленъ не созданъ. ГБ XIV, 54а; παντόπτης Вост., I, 75 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”